- φρενοθελγής
- -ές, ΜΑθελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο-θελγής, παν-θελγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρενοθελγέα — φρενοθελγής charming the heart neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φρενοθελγής charming the heart masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοθελγέος — φρενοθελγής charming the heart masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φρενοθελγέι — φρενοθελγέϊ , φρενοθελγής charming the heart dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)